- ακτινοσκοπικός
- -ή, -όο σχετικός με την ακτινοσκόπηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακτινοσκόπησηπρβλ. αγγλ. radioscopic].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακτινοσκοπικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την ακτινοσκόπηση: Για την ακτινοσκόπηση χρειάζονται ακτινοσκοπικά μηχανήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτινοσκόπηση — Ακτινοδιαγνωστική μέθοδος κατά την οποία προβάλλονται, σε κατάλληλες οθόνες, τα διάφορα όργανα του σώματος κατά τη λειτουργία τους. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * η Ιατρ. η παρατήρηση εσωτερικών οργάνων τού ανθρώπινου σώματος με τη βοήθεια τών ακτίνων … Dictionary of Greek
ραδιοσκοπικός — ή, ό, Ν [ραδιοσκοπία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοσκοπία, ακτινοσκοπικός. επίρρ... ραδιοσκοπικώς και ραδιοσκοπικά Ν με ραδιοσκοπία … Dictionary of Greek